κοιτωνίσκος

κοιτωνίσκος
ο (Α κοιτωνίσκος)
νεοελλ.
(στα πλοία) μικρό δωμάτιο ύπνου τών επιβατών, καμπίνα
αρχ.
μικρός κοιτώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. αστερ-ίσκος, ορμ-ίσκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοιτωνίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίσκοις — κοιτωνίσκος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίσκον — κοιτωνίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίσκου — κοιτωνίσκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίσκων — κοιτωνίσκος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτωνίσκῳ — κοιτωνίσκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • χωρημάτιον — τὸ, Μ [χώρημα, ήματος] υποκορ. μικρός κοιτώνας, κοιτωνίσκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”